- ανέλικτος
- η , ο[ν]1) не увиливающий; прямолинейный; недвусмысленный, ясный; 2) не поддающийся эволюции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανέλικτος — η, ο (Α ἀνέλικτος, ον) [ελίσσω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί αρχ. Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές … Dictionary of Greek
ανελικτός — ή, ό όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)] … Dictionary of Greek
ἀνέλικτον — ἀνέλικτος without turns masc/fem acc sg ἀνέλικτος without turns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλικτοι — ἀνέλικτος without turns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)